-
1 ὄρθρος
ὄρθρος, ὁ (ὄρνυμι), der frühe Morgen, die Zeit vor und um Tagesanbruch, wo die Sonne aufgeht, die Menschen und Thiere sich von ihren Lagern erheben; Hes. O. 579; H. h. Merc. 98; ὑπ' ὄρϑρον, Batrach. 102; δι' ὄρϑρων, Eur. El. 909; κατ' ὄρϑρον, πρὸς ὄρϑρον, Ar. Vesp. 772 Eccl. 20; ἅμα τῷ ὄρϑρῳ, Thuc. 3, 112, wie Her. 7, 188; ὄρϑρος βαϑύς, sehr früher Morgen, Ar. Vesp. 216 Plat. Criton. 43 a Prot. 310 a; ἀπ' ὄρϑρου μέχρι περ ἂν ἥλιος ἀνίσχῃ, Legg. XII, 951 d; Folgde, ἐξ ὄρϑρου Pol. 3, 73, 3, τὸν ὄρϑρον, am Morgen, 12, 26, 1; bei B. A. wird ὄρϑρος bestimmt als ἡ ὥρα τῆς νυκτός, καϑ' ἣν ἀλεκτρυόνες ᾄδουσιν, ἄρχεται δὲ ἐνάτης ὥρας καὶ τελευτᾷ εἰς διαγελῶσαν ἡμέραν.
-
2 πρωΐ
πρωΐ, att. πρῴ, adv., früh, früh am Tage, früh Morgens; πρωῒ ὑπηοῖοι, Il. 8, 530. 18, 277. 303, Ggstz ὀψέ; auch c. gen., πρωῒ ἔτι τῆς ἡμέρης, noch früh am Tage, Her. 9, 101; vgl. Xen. Hell. 1, 1, 30, ἑκάστης ἡμέρας τὸ πρωῒ καὶ πρὸς ἑσπέραν, Morgens und Abends; Cyr. 1, 4, 17 u. sonst (vgl. die unter πρώ angeführten Beispiele aus der attischen Prosa); Tim. lex. Plat. erkl. πρῴ, ὄρϑρου βαϑέος, wie Phot. – Uebh. frühzeitig, Hes. O. 463, frg. 45; auch zu früh, vor der Zeit, πρῲ πρὶν γυμνασϑῆναι, Plat. Parmenid. 135 c. – Compar. πρωϊαίτερον; Plat. Phaed. 59 d; ἀπῆλϑον πρωϊαίτερον τοῦ δέοντος, Theaet. 150 e; u. superl. πρωϊαίτατα, sehr früh am Morgen, Xen. Cyr. 8, 8, 9; πρωϊαίτατα τῆς ἡλικίας, Plat. Prot. 326 c, u. A. – Nach Thom. Mag. besser πρωΐτε-ρον, πρωΐτατον, welche Form aber nicht in guten Attikern vorzukommen scheint; bei Thuc. 7, 19, τοῠ ἐπιγιγνομένου ἦρος εὐϑὺς ἀρχομένου πρωΐτατα οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι ἐς τὴν Ἀττικὴν ἐςέβαλον, finden sich die v. l. πρωαίτατα u. πρωϊαίτατα, u. eben so 8, 101 πρωΐτερον μέσων νυκτῶν, wo Bekker πρωαίτερον, Andere πρωϊαίτερον haben.
-
3 ἐπ-άν-ειμι
ἐπ-άν-ειμι (s. εἶμι), zurückgehen, -kehren; Thuc. 6, 102; Xen. Cyr. 2, 1, 29; Plat. Tim. 19 a u. sonst; ἐπί τι, Rep. V, 462 e, wie ἐπὶ τὸν πρότερον λόγον Her. 7, 138; ἐπαν. δὴ πάλιν ἐπὶ τὰς ἀποδείξεις Dem. 18, 42 u. ähnl.; ἐγὼ δ' ἔνϑεν εἰς ταῦτα ἐξέβην, ἐπάνειμι Xen. Hell. 7, 4, 1; – vom Schalle, αὐλὸς ἐπάνεισι Soph. Tr. 639 ch.; ἡμέρας δὲ ὄρϑρου τε ἐπανιόντων Plat. Legg. VII, 808 d. – Uebh. von Neuem Etwas durchgehen, untersuchen, περὶ φύσεως Plat. Legg. IX, 857 d; τοὺς λόγους, wiederholen, III, 693 c; τὰ ὑποτεϑέντα Tim. 61 d. – Hinausgehen, κάτωϑεν ibd. 22 e; Ὀλυμπίαζε οἴκοϑεν εἰς τὸ ἱερόν Hipp. min. 363 c; von der Verwandtschaft, τὸ γένος δι' ἀδελφῶν καὶ ἀδελφι-δῶν ἐπανιόν Legg. XI, 925 a.
-
4 ἑωθινός
ἑωθινός, zum Morgen gehörig, morgendlich, am Morgen; ἑωϑινὸν εἶδον στρατὸν στείχοντα Soph. frg. 445; οὔσης κυρίας ἐκκλησίας ἑωϑινῆς Ar. Ach. 20; Eur. Rhes. 770; τὸ ἑωϑινόν, am Morgen, z. B. ϑερμότατός ἐστι ὁ ἥλιος τούτοισι τοῖσι ἀνϑρώποισι τὸ ἑωϑ. Her. 3, 104; ἐξ ἑωϑινοῦ, vom Morgen an, ἀπολεῖ μ' ἀλοῶν ἅνϑρωπος ἐξ ἑωϑινοῦ Ar. Th. 2; ἐξ ἑωϑινοῦ ἕστηκε Plat. Conv. 220 c; ἐξ ἑωϑ. μέχρι δείλης Xen. Hell. 1, 1, 5; ὑπὸ τὴν ἑωϑινὴν φυλακήν Pol. 3, 67, 2, wie ἐπὶ τοῖς τόποις εἶναι ἑωϑινῆς φυλακῆς 1, 45, 5 (vgl. Plut. Pomp. 68); auch allein, ὑπὸ τὴν ἑωϑινήν, gegen Morgen, 3, 43, 1 u. öfter; προςειπεῖν τὸ ἑωϑινόν, den Morgengruß abstatten, Luc. pro lapsu 1; – ἑωϑιναὶ δίκαι wurden nach B. A. 258 sprichwörtlich genannt τὰ βραχέα πράγματα, ἐπεὶ ταῦτα ὄρϑρου ἐξεδίκαζον. – Auch von der Himmelsgegend, ἑωϑινὸν ἔϑνος D. Per. 697; ἑωϑινώτερος ἐκείνου, mehr gegen Osten gelegen, Strab. XI, 493, ἑωϑινωτάτου σημείου IV, 199.
См. также в других словарях:
Ὄρθρου — Ὄρθρος the time just before masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρθρου — ὄρθρος the time just before masc gen sg ὀρθρόω pres imperat act 2nd sg ὀρθρόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… … Dictionary of Greek
συνδιορθρίζω — Α ξυπνώ την ώρα τού όρθρου, δηλ. πολύ πρωί, μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διορθρίζω «ξυπνώ την ώρα τού όρθρου»] … Dictionary of Greek
όρθρος — (από το ρήμα όρνυμι = κινώ, ξεσηκώνω, εγείρομαι, δηλαδή σηκώνομαι). Ο πριν από την αυγή χρόνος, η χαραυγή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα ό. είναι η ακολουθία της θείας λατρείας που γίνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, δηλαδή «τα βαθιά χαράματα»… … Dictionary of Greek
ЕФРЕМ СИРИН — [сир. , греч. ᾿Εφραμ ὁ Σύρος] (ок. 306 373, Эдесса, ныне Шанлыурфа, Турция), прп. (пам. 28 янв.; католич. 9 июня; Сиро яковитской Церкви суббота 5 й седмицы поста, 28 янв., 19 февр.; в Маронитской 27 янв.; в Церкви Востока пятница 5 й седмицы по… … Православная энциклопедия
αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
απολυτίκιο — Εκκλησιαστικό ποίημα στο οποίο με συντομία αναπτύσσεται το ιστορικό της γιορτής της ημέρας. Τα α. είναι καθιερωμένα στη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρόκειται για μελοποιημένα ποιήματα και αποτελούν τα βασικά τροπάρια που επαναλαμβάνονται … Dictionary of Greek
απόστιχα — τα (Μ ἀπόστιχα) εκκλ. τροπάρια του εσπερινού ή του όρθρου που ψάλλονται μετά την εκτενή … Dictionary of Greek
διορθρίζω — (Α) [ορθρίζω] ξυπνώ την ώρα τού όρθρου, πολύ πρωί … Dictionary of Greek
δοξαστικός — ή, ό (AM δοξαστικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο δοξάζει, εξυμνεί κάποιος, υμνητικός 2. το ουδ. ως ουσ. το δοξαστικό(ν) ιδιόμελο, συνήθως, τροπάριο τού όρθρου, τής λιτής και τού εσπερινού, στο οποίο προτάσσεται ο στίχος «δόξα Πατρὶ… … Dictionary of Greek